- κόττος
- κόττοςhorsemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κόττος — horse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους Eκατόγχειρες (βλ. λ.). * * * ο (ΑM κόττος) νεοελλ. (ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων τής οικογένειας cottidae μσν. αρχ. κύβος, ζάρι αρχ. 1. κόκορας, πετεινός 2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῑς ποταμοῑς… … Dictionary of Greek
КОТТ — • Κόττος, см. Έκατόγχειρες, Гекатонхейры … Реальный словарь классических древностей
Κόττον — Κόττος horse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττον — κόττος horse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόττου — Κόττος horse masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττου — κόττος horse masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόττους — Κόττος horse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόττους — κόττος horse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόττῳ — Κόττος horse masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)